εκτισις

εκτισις
    ἔκτισις
    ἔκ-τῐσις
    -εως ἥ
    1) уплата, выплата
    

(χρημάτων Plat.)

    πρὸς τέν ἔκτισιν εἱρκθείς Plut. — посаженный в тюрьму за неуплату долгов;
    ἔκτισιν ποιεῖσθαι Dem. = ἐκτίνειν;
    οὐκ οὔσης ἐκτίσεως Arst. — за неимением средств для уплаты

    2) возмещение
    

(βλάβης Plat.; κλεμμάτων Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκτισις" в других словарях:

  • ἔκτισις — ἔκτεισις payment in full fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτεισις — ἔκτεισις, η (Α) διάφορ. τ. τού έκτισις*, σε επιγραφές και παπύρους …   Dictionary of Greek

  • έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • παρέκτισις — ίσεως, ἡ, Μ εξιλέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτισις «απότιση, πληρωμή»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»